ξεσκουφώνω

ξεσκουφώνω
μετ. снимать головной убор (с кого-л.); снимать шляпу (с кого-л.);

ξεσκουφώνομαι — снимать головной убор, шляпу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεσκουφώνω" в других словарях:

  • ξεσκουφώνω — 1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα τής κεφαλής κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σκούφος] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκουφώνω — ξεσκούφωσα, ξεσκουφώθηκα, ξεσκουφωμένος 1. μτβ., αφαιρώ το σκούφο κάποιου. 2. το μέσ., ξεσκουφώνομαι αφαιρώ, βγάζω το σκούφο μου, αποκαλύπτομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκούφωμα — το [ξεσκουφώνω] η αφαίρεση τού σκούφου, τού καπέλου …   Dictionary of Greek

  • ξεσκούφωτος — η, ο [ξεσκουφώνω] ξέσκουφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»